- δηριώμαι
- δηριώμαι (-άομαι) (Α) [δήρις]αγωνίζομαι, μάχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφιδηριώμαι — ἀμφιδηριῶμαι ( άομαι) (Α) μάχομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δηριῶμαι «πολεμώ, μάχομαι». ΠΑΡ. ἀμφιδήριτος] … Dictionary of Greek